- περίορος
- περίορος γῆ, landA marked out by boundary-stones, Eust.1535.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίορος — ἡ, Μ (ενν. γῆ) περιοχή που έχει γύρω της όρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὅρος] … Dictionary of Greek